Καλωσορισατε στο SensedPlace Blog!

Το SensedPlace προέρχεται από μια γενικότερη ιδέα για τη δημιουργία ενός χώρου και δικτύου παρουσίασης και ανταλλαγής ιδεών κοινωνικο-πολιτιστικού χαρακτήρα. Μέρος αυτής της ιδέας είναι και το Blog στο οποίο βρίσκεστε όπου δημοσιεύουμε σκέψεις, άρθρα, σχόλια, ιδέες, ανταποκρίσεις, παρουσιάσεις και πληροφορίες από τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό χώρο του δικού μας, αλλά ίσως και του δικού σας, κόσμου...



24.7.10

πολλοί από σας!


Αν και προσωπικά απεχθάνομαι και τη δημοσιογραφία της Βαγιάνη και του Τρωκτικού αλλά ακόμα περισσότερο αυτή του Πρετεντέρη και του Χατζηνικολάου, το παρακάτω άρθρο της πρώτης με βρίσκει επί της ουσίας σύμφωνο.
Καμιά επανάσταση δεν ξεκίνησε, ούτε θα ξεκινήσει με δολοφονίες τύπου μαφίας και προφανώς οι δολοφόνοι, δήθεν επαναστάτες, δεν προσδοκούν καμία επανάσταση. Ίσως να τη φοβούνται μάλιστα...

Ένας από μας; της Ρίκας Βαγιάνη


Θα ξεράσω με τις αγιογραφίες. Ο μακαρίτης είχε πιο φανατικούς εχθρούς κι από τον Μέριλιν Μάνσον. Στην καλύτερη και πιο έντιμη περίπτωση είχε «ορκισμένους πολέμιους». Γράψτε ό,τι θέλετε, (γι αυτό άλλωστε, έχουμε τα σχόλια παρακάτω) αλλά εγώ δεν μπόρεσα να καταπιώ ποτέ το είδος δημοσιογραφίας που εκπροσωπεί η λογική της κρυφής κάμερας, το ρεπορτάζ- αγιατολλάχ και η ανώνυμη μπλογκογραφία με σημαία Λιβερίας. Τον μακαρίτη (και όλη τη σχολή που δημιούργησε) τον «συμπαθούσα» τόσο πολύ, που η πρώτη πρώτη μου, απαίσια, ομολογώ σκέψη μετά το φονικό ήταν: «Ποιος μ… τον έκανε ήρωα;»
Η λογική του «Τρωκτικού» είναι το είδος της ενημέρωσης που λατρεύω να μισώ. Αντιπροσωπεύει όλα όσα μου έμαθαν ότι δεν είναι δημοσιογραφία: αρλούμπες καταγγελίες, ντεμέκ αποκαλύψεις κουτουρού, κάτι χύμα ανορθογραφίες και κουίζ κυτταρίτιδας σε αμοντάριστα πλάνα- ο δε όρος «διασταύρωση»; Μόνο ως σύντομο ανέκδοτο ή σήμα της Τροχαίας λειτουργεί στο μαγαζί αυτών των παιδιών.
Είμαι παλιό κεφάλι και αγύριστο. Στο μεσόκοπο πλέον μυαλό μου, που ακόμα δουλεύει με συντακτική ιεραρχία, τακτοποιημένα κασέ και μονόστηλα, όλο αυτό ισοδυναμούσε ένα κακόηχο ψηφιακό παραλήρημα. Δεν ήξερα να πω ακριβώς τι δουλειά έκαναν τα παιδιά του Τρωκτικού, πάντως με σιγουριά μπορούσα να δηλώσω ότι δεν ασκούσαμε το ίδιο επάγγελμα. Κι όταν άρχισε να σέρνεται γύρω μας αυτό το τοξικό σάλιο, αυτό το χρονικό μιας προαναγγελθείσης δολοφονίας δημοσιογράφου, ο τελευταίος άνθρωπος που θα μπορούσα να ποτέ σκεφτώ ότι θα ήταν στόχος των εκτελεστών, ήταν ένας «Τρωκτικός. Βλέπετε, δεν τον θεωρούσα «έναν από μας». Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Τα μισά του posts χάλαγαν τον κόσμο γράφοντας ή φιλοξενώντας ανορθόγραφες κραυγές για τους «αλήτες, ρουφιάνους δημοσιογράφους». Διαχώριζε (εκείνος ή η σχολή που δημιούργησε) πλήρως και απολύτως τη θέση του από το επαγγελματικό μας συνάφι. Εγραφε πολύ συχνά ανώνυμα ή ψευδώνυμα, πράγμα που αντιλαμβάνεσθε τι αβύσσους αντιπαλότητας μπορεί να δημιουργήσει με μια διαδικτυακή γειτονιά όπως αυτή του Protagon, ας πούμε, όπου αν δεν υπογράφεις τα κείμενά σου φαρδύπλατος, με τη φωτογραφία σου φάτσα-φόρα, απλώς δεν υπάρχεις.
Δεν ήταν «ένας από μας».
Και μετά τον εκτέλεσαν. Μπορεί να πάγωσε το αίμα μου αλλά περιέργως, ξεπάγωσε το μυαλό μου. Σκέφτηκα «διαφορετικά», που λέμε κι εδώ, στο δικό μας μαγαζί: σκέφτηκα πώς υπάρχει μόνο ένα πράγμα που σιχαίνομαι περισσότερο από τη λογική του ρεπορτάζ-ταλιμπάν, κι αυτό είναι οι ίδιοι οι Ταλιμπάν. Υπάρχει ένα πράγμα που με φοβίζει περισσότερο από την ασύδοτη αρβύλα στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης, κι αυτό είναι η κατάργηση της ελεύθερης έκφρασης.
Είμαι παλιό κεφάλι, αγύριστο. Τους αντιπάλους μου τους θέλω ολοζώντανους, υγιέστατους, και στην καλύτερή τους φόρμα, για να μπορώ να τους αντιμάχομαι, με ιδέες, πράξεις και επιχειρήματα. Εκατό χιλιάδες ανώνυμα «τρωκτικά» να ξεφυτρώσουν, τίποτα δεν μπορεί να με τρομάξει από τα κείμενά τους (εκτός ίσως, από το πόσο ανορθόγραφα τα γράφουν, καμιά φορά!) Αλλά ένα και μόνο χτύπημα κουδουνιού, σ΄ένα διαμερισματάκι στην Ηλιούπολη, στις πέντε το πρωϊ; Ένας νέος άντρας που αφήνει ξεψυχώντας, τη γυναίκα που αγαπούσε, μ' ένα μωράκι στην αγκαλιά κι άλλο ένα στην κοιλιά;
Ναι, ξερνάω με τους βαρυπενθούντες κροκοδείλους που θα έκαναν πάρτυ με βίζιτες στο Αβέρωφ, αν τον πατούσε, κατά λάθος, ένα τρένο. Ναι, είχε κάργα εχθρούς. Αλλά αυτός ο άνθρωπος, αγαπητός, μισητός, συμπαθής ή όχι, ήταν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού μιντιακού μικρόκοσμού μας.
Και φυσικά, ήταν «ένας από μας».
Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
(ΥΓ. Τα βαθύτατα, ειλικρινέστερα, ολόψυχα συλλυπητήριά μου στους οικείους του θύματος. )

Άρθρο της Ρίκας Βαγιάνη στην ιστοσελίδα protagon.gr

4.7.10

ελληνικά σπυριά

(ευχαριστώ το Λάζαρο που μου έστειλε αυτό το κείμενο αγνώστου συγγραφέα μα γνωστού σε όλους μας πρωταγωνιστή)

Στα μέσα του 1970, μετά την επαναδημοκράτιση, είδα τον Σπύρο να σουλατσάρει
από καφενείο σε καφενείο με δυο τρεις εφημερίδες στη μασχάλη. Όλες στο
πρωτοσέλιδο είχαν τη φωτογραφία του '"εθνάρχη" με τα ατάσθαλα φρύδια. Κοτλέ
καμπάνα παντελόνι, πουκαμισάκι ξεκούμπωτο με την τρίχα βιτρίνα και τον παχύ
σταυρό απ' τα βαπτίσια του.

Έλεγε ιστορίες στους θαμώνες για την εξορία που τον έστειλε η χούντα.
'Αυτοεξορισμένος κι αυτός στη Σουηδία. Δεν ήταν κι άσχημα τελικά. Έλεγε
και ξανάλεγε την ιστορία για τα κορόϊδα τους Σουηδούς που του αγοράσανε
αμάξι επειδή είχε κάνε δήλωση πως το δικό του κάηκε. Κρατική ασφάλεια,
κοινωνικό κράτος εκεί. Ένα πλαστό χαρτί απώλειας και να σου ο λαζός με το
καινούριο volvo.

Mε το volvo ήρθε στην Ελλάδα το 1976 και με την ιδιότητα του αντιστασιακού,
αυτοεξόριστου, κατατρεγμένου αντιφρονούντα, κι αμέσως έπιασε δουλειά. Ένας
κολλητός του δούλευε στη νομαρχία. τμήμα πολεοδομίας. Κάτι μαγειρέψανε με
ένα οικόπεδο, κάτι άδειες πλαστογραφήσανε και με μια αντιπαροχή βρέθηκε με
δυο τρία διαμερίσματα στην κατοχή του. Νοίκιασε τα τρία σε φοιτητές της
σχολής που άνοιξε στην πόλη και κάαααθονταν. Τώρα είχε χρόνο να σώσει τους
συμπολίτες του από την κατάρα της αντιπαροχής που τσιμέντωσε τα πάντα.

Στις αρχές του 1980 το ...σχέδιο των κυβερνόντων πήγαινε καλά. Μαζέψανε όλο
τον πληθυσμό στις πόλεις, τον ένα πάνω στον άλλο. Φθηνά εργατικά χέρια. Το
Σπύρο τον συνάντησα τότε πάλι στην Αθήνα. Δεν κρατούσε πια 'δεξιές'
εφημερίδες αλλά κάτι αφίσσες με τον πράσινο ήλιο. Μόλις είχε κερδίσει τις
εκλογές ο μεσιέ με το ζιβάγκο και η χώρα έμπαινε στη νέα εποχή. Ο Σπύρος
ήταν πια πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου στα Πατήσια, αλλά και παράγοντας σε
ποδοσφαιρική ομάδα. Έδωσε το volvo και πήρε μια 318, BMW με καθίσματα
από δερματίνη, χαμηλωμένη. Τα λεφτά έρχονταν μόνα τους από τότε που
οργανώθηκε στο κόμμα.

Τον χώσανε οι κολητοί σε κάτι επιτροπές, και ρούφαγε το μερίδιό του από τα
πακέτα που έρχονταν από την Ευρώπη. Ο "μεγάλος", ο Ανδρέας, δεν γούσταρε
την Ευρώπη, αλλά μια χαρά τα πήγε μαζί τους τελικά. Το σύνθημα "ΕΟΚ και
ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο" ήταν καλή ατάκα για τα αντανακλαστικά του λαού,
αλλά μέχρι εκεί. Ο Ανδρέας ήταν όσο Ευρωπαίος ήταν κι ο Κωνσταντίνος. Όσο ο
λαός στην Ελλάδα είχε χούντα, αυτοί και οι κουστωδία τους ήταν 'εξορία'.
όχι. όχι Μακρόνησο. πιο δύσκολη, στην ξενιτειά. Παρίσια, Στοκχόλμες,
Τορόντα, Μανχάταν. όπου υπήρχαν αμερικάνικες και αγγλικές πρεσβείες,
ακριβώς δίπλα κάνανε τα σπίτια τους.

Ο Ανδρέας λοιπόν έφερε λεφτά από την Ευρώπη με το σύνθημα 'αλλαγή'. Πακέτα
Ντελόρ. Λεφτά, πολλά λεφτά. Από αυτά τα λεφτά ο Σπύρος ζούσε καλά.
Συνδικαλίζονταν στα πράσινα στέκια μαζεύοντας ψήφους για το κόμμα. Με το
πακέτο μάλμπορο να εξέχει απ την κωλοτσέπη, τα κλειδιά της μπέμπας σε ρόλο
κομπολογιού, το μαλλί μπούκλα μπριγιαντομένο, έτρεχε από σύναξη σε σύναξη
πρασινίζοντας τον τόπο. Τα βράδια συνήθως άφηνε στο σπίτι την κυρά, και
πήγαινε να 'σηκώσει' το το κοινωνικό του προφίλ με κολλητούς από κάτι
υπουργεία.

Παραλιακή, σκυλάδικο, πρώτο τραπέζι, άσπρη κάλτσα, καφέ λουστρίνι
εισαγωγής. ΛεΠά, Χριστοδουλόπουλος, ουίσκι και σαμπάνια μαζί, πιάτα και
γαρύφαλα, γκόμενες να κωλοτρίβονται στις γραβάτες, τσιφτετέλια στην πίστα
με το χέρι στον αέρα να μοστράρει το μακρύ νύχι του μικρού δακτύλου με το
δαχτυλίδι. Παχύς χρυσός με πράσινη πέτρα πάνω. Ξημερώματα για πατσά στη
Συγγρού, δίπλα στις πουτάνες.

Αρχές δεκαετίας του 1990. Ο γιος του Σπύρου μεγάλωσε και ήταν πια στο
Λύκειο. Από το Γυμνάσιο όμως ήταν 'ενεργός' πολίτης. Πρόεδρος του 15μελούς
που 'κατέβαινε' στις σχολικές εκλογές με το κόμμα. Το κόμμα ήταν παντού.
Όχι στα νηπιαγωγεία ακόμα, αλλά από το γυμνάσιο μπορούσες να διαλέξεις το
κοπάδι σου. Ο γιος ήταν άξιο τέκνο του Σπύρου. Είχε μάθει τα κόλπα πως να
βγάζει λεφτά από τις μίζες στις εκδρομές στήνοντας την κατάσταση ανάμεσα
στους λεοφωριτζήδες και τους καθηγητές. Όλοι κάτι βάζανε στην τσεπούλα κι
όλοι μια χαρά.

Ο γιος είχε εξαντλήσει το όριο των απουσιών αλλά κανένα πρόβλημα, όλα με
λίγο λάδωμα από τον μπαμπά κυλάνε καλύτερα. Ο διευθυντής του σχολείου
άλλωστε είχε βλέψεις για προϊστάμενος δευτεροβάθμιας και χρειαζόταν πλάτες
στο κόμμα. Ο Σπύρος είχε καημό ο γιος του να πάει στο Κολέγιο Αθηνών αλλά
δεν τούκατσε. Ήταν σημαντικό να είσαι συμμαθητής με τον γόνο του
εφοπλιστή, του εφημεριδά και του μεγαλέμπορου. αργότερα οι μπίζνες με
ποιους θα γίνονταν άλλωστε. με άγνωστους; Με τους συμμαθητές φυσικά! Αλλά
κι έτσι όλα τακτοποιήθηκαν.

Στις αρχές του 1990 ο γιος του Σπύρου αφού πήγε δυο χρόνια διακοπές στην
Αμερική και γύρισε με πτυχίο μάρκετινγκ. Έμαθε απ' έξω όλα τα καφέ του
Γιέιλ και τις μαζορέτες των αδελφάτων, αλλά τα αγγλικούλια του ήταν
επιπέδου Ελεμένταρι, ίδια μ αυτά του Καραμανλή του νεωτέρου που κι αυτός στο
Αμέρικα έφαγε τα νιάτα του σπουδάζοντας πρωθυπουργός.

Γύρισε στην Ελλάδα λοιπόν πτυχιούχος κι άνοιξε με κάτι μαγειρεμένες
επιδοτήσεις διαφημιστική εταιρία, ξήγα του μπαμπά. Το μαγαζί πήγε καλά από
την αρχή καθώς έπαιρνε 'αβέρτα' δημόσια έργα. Τουριστική προβολή Νομού τάδε
150.000, οργάνωση εκθέσεως Υπ. Τουρισμού 900.000, έντυπα Περιφέρειας
1.200.000, κονκάρδες για το Δήμο 500.000 . . και πάει λέγοντας.

Πουλούσε και μίντια στα κανάλια που γέμισαν τον τόπο. ελεύθερη τηλεόραση
γαρ. Είχε κάνει κολλητούς μερικούς Νομάρχες και Δημάρχους και έπαιρνε τη
δουλειά. Με διαγωνισμό πάντα. Διαφανέστατα. Ήξερε καλά πως αν δεν χώσεις
μαύρα, δεν θα πάρεις τη δουλειά. Έτσι, ένας δούλευε, δέκα πληρώνονταν. Ένας
έσκαβε (κι αυτός με stage επιδοτήσεις) και δέκα κονομάγανε. Η πιο κερδοφόρα
δουλειά στην Ελλάδα έγινε ο αέρας.

Χρυσοπληρωμένοι αεριτζήδες, πετυχημένοι και κονομημένοι. Έτσι κι ο γιος του
Σπύρου. Άλλαξε το φοιτητικό κόκκινο celica με το μπουρί από πίσω και πήρε
μια καγιέν μαύρη. Την τούρμπο με φιμέ τζάμια επίσης. Αριθμός κυκλοφορίας
ΑΜΡ-7777. Ήθελε να τον καταλαβαίνουν όλοι και ένας κολλητός στο
συγκοινωνιών του έδωσε το νούμερο. Δεν ήθελε όμως να φαίνεται στην εφορία,
γι αυτό και το καγιέν το 'έβαλε' στην οφ-σορ του που είχε έδρα την Κύπρο.
Εταιρικό το αμάξι, όπως και η γκαρσονιέρα που αγόρασε για γαμηστρώνα στο
Κολωνάκι κοντά στου Σημίτη για να τον χαιρετάνε οι μπάτσοι της φρουράς.

Στις γκόμενες που ξεμονάχιαζε εκεί έλεγε πως ήταν σύμβουλος του ΥΠ.ΠΟ, έτσι
για φιγούρα. Ψέματα βεβαίως, δεν ήταν σύμβουλος, πελάτη τον είχε.
Ο μπαρμπα Σπύρος ήταν περήφανος για το βλαστάρι του. Είχε βγει στη σύνταξη
από τα πενήντα του "δουλεύοντας" το ΤΕΒΕ με πλαστά παραστατικά εργασίας από
τη Σουηδία, αλλά έβγαζε χοντρά φράγκα από τότε που το κόμμα τον έβαλε
σύμβουλο στο κρατικό κανάλι. Πολλά λεφτά! Και δεν πατούσε και το πόδι του
εκεί. Από τη Μύκονο τηλεφωνικώς οι πολύτιμες συμβουλές του μέσα από την
πισίνα ή το τζακούζι που φερε απ´ τη Σουηδία να του θυμίζει την ξενιτειά.

Έφερε και μια σάουνα αλλά την πήγε στο άλλο εξοχικό στην Αράχοβα. Από τη
Μύκονο ερχόταν στην Αθήνα μόνο για τα συμβούλια με Υπουργούς, για να
ζεσταθεί το κονέ. Έτσι κι αλλιώς με το σκάφος μια ώρα ήταν η Γλυφάδα από τη
Μύκονο και τρως και καμιά αστακομακαρονάδα στο διάμεσο να διαπιστευτεί το
στάτους. Και τα σκυλάδικα κοντά, λίγο αλλάξαν από το ηρωικό 80. Το κόλπο
του χρηματιστηρίου τους άφησε πόλλλλλλλά κέρδη.

Ήταν μέσα στις κομπίνες που φούσκωναν ανύπαρκτες εταιρίες πιο γρήγορα κι
από φαρίνα γιώτης. Όταν δόθηκε το σύνθημα, τα φράγκα μεταφέρθηκαν στην
Ελβετία με τσουβάλια και είναι εκεί για τα γεράματα. Ο μπάρμπα Σπύρος έμαθε
πως ο καλύτερος φίλος του στο πατρικό του δίπλα αυτοκτόνησε από την
απόγνωση. Έχασε τα πάντα. Ο Σημίτης που είχε ψηφίσει τον είχε διαβεβαιώσει
πως το χρηματιστήριο θα τον κάνει πλούσιο και εκσυγχρονισμένο. Ο Σπύρος
έστειλε στεφάνι μια που δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, είχε επιτροπή.

Στα μέσα του 2000 μπήκε πατέρας και γιος στο μεγαλύτερο φαγοπότι όλων των
εποχών. Αρμέγανε από παντού, ήταν πια κολλητοί με τους πάντες και
διαχειρίζονταν μίζες και λάδια. Σι Φορ Άι, Αντίρρια, Ολυμπιακά Έργα,
κατασκευές. ότι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Η Ολυμπιακή
φλόγα έφερε πολύ χρήμα. Ο Σπύρος έχει ακόμα τη δάδα της φλόγας, την
μετέφερε κι αυτός για 50 μέτρα. αλλά οι φωτογραφίες βγήκαν 'καμένες' επειδή
γυάλισε στον ήλιο το ολόχρυσο ρόλεξ και το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα
στο μικρό δάχτυλο με το μακρύ νύχι.

Κάπου σ' αυτή την εποχή έχασα τα ίχνη του Σπύρου και του γιου του. Είχα κι
εγώ τα δικά μου προβλήματα επιβίωσης. Έμαθα πως αγόρασαν σπίτια στο Σαν
Φραντζίσκο και στο Λονδίνο για τις δύσκολες ώρες. Μάλλον είχαν την
πληροφορία πως η Ελλάδα θα γίνει επικίνδυνος τόπος για την κάστα τους και
έφυγαν νωρίς. Όπως οι καλοί κλέφτες, μια καλή μπάζα κι εξαφανιζόλ.

Οι κολλητοί τους όμως είναι ακόμα εδώ, άπληστοι, αδίστακτοι, ψεύτες
απέναντι σε εκατομμύρια φτωχών πια Ελλήνων. Στις αρχές του 2010 ο
τελευταίος της δυναστείας Παπανδρέου αποφάσισε να ποντάρει σε λάθος άλογο,
και να κερδίσει τις εκλογές πέφτοντας στην παγίδα που έστησε ο ελληνικός
λαός. Σπύρος και γιος ΑΕ ίσως τη γλυτώσουνε. Ίσως αποφύγουν αυτό που δεν
απέφυγαν οι Λουδοβίκοι του παρελθόντος.

Στην Ελλάδα μπορεί το 95% να κοιμάται νανουρισμένο από το σκυλάδικο, τους
πληρωμένους τελάληδες της δημοσιογραφίας, και τη χαζομάρα του μεσημεριού,
αλλά το 5% είναι γνήσιο τέκνο του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή και του
Αλεξάνδρου. Πιο γνήσιο δεν γίνεται.

Καλή σου τύχη Σπύρο. Χαιρετίσματα στο γιο και στην κυρά.

(Αγνώστου συγγραφέα)