Ο αγράμματος νεολαϊκισμός
Σχόλιο του Κώστα Βούλγαρη σε μια πρόσφατη ομιλία του
Υπουργού Πολιτισμού και την διαδρομή από τον Ζάχο Χατζηφωτίου στον Παύλο
Γερουλάνο...
Το «θεώρημα» του κ. Γερουλάνου για τον Πολιτισμό
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
Αθήνα, 19 Δεκεμβρίου 2009
Χαιρετισμός Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού,
κ. Παύλου Γερουλάνου
στην έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989»
του Μουσείου Μπενάκη
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
Αθήνα, 19 Δεκεμβρίου 2009
Χαιρετισμός Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού,
κ. Παύλου Γερουλάνου
στην έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989»
του Μουσείου Μπενάκη
Επιτρέψτε μου σήμερα να αισθάνομαι μια ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση, καθώς
επιστρέφω σε αυτόν τον χώρο ως πολιτικός προϊστάμενος.
Όχι μόνο του μουσείου αλλά και κάθε μέλους της οικογένειας μου που βρίσκεται εδώ.
Επιτέλους, επιβλήθηκε η ιεραρχία που είχα βάλει στο μυαλό μου από τότε που ήμουν 5 ετών...
Και επιτρέψτε μου μέσα σε αυτήν την φόρτιση να μην αναφερθώ μόνο στον Γιάννη Τσαρούχη. Άλλωστε δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον Γιάννη Τσαρούχη μετά τον Άγγελο και προφανώς δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον Γιάννη Τσαρούχη μετά την Νίκη που ευχαριστούμε για την συγκλονιστική της ανακοίνωση.
Αλλά να αναφερθώ και στην γιαγιά μου, την Ειρήνη Καλλιγά που μου τον έμαθε.
Από όπου και αν μας κοιτάει σήμερα είμαι βέβαιος ότι θα είναι περήφανη.
Ίσως όχι μόνο διότι το μουσείο που τόσο αγάπησε, φιλοξενεί το έργο του ανθρώπου που τόσο αγάπησε. Ούτε διότι ο εγγονός της προσφωνεί την έκθεση του φίλου της.
Αλλά διότι κατάφερε επιτέλους να δει τα παιδιά της και τα εγγόνια της όλα τώρα πια - την Αιμιλία, τον Μαρίνο, την Δέσποινα, την Ειρήνη, την Μαρίνα αλλά και τον Παύλο να εργάζονται για αυτά που η ίδια αφιερώθηκε: για την Πατρίδα της, το μουσείο Μπενάκη και το Ελληνικό πολιτισμό.
Τον Ελληνικό πολιτισμό για τον οποίο πολλά θα είχε να πει σήμερα ο Γιάννης Τσαρούχης.
Και για όσους βιάζονται να επιβάλουν σε αυτήν την σκέψη το καυστικό χιούμορ του Τσαρούχη, (και να 'μαστε καλά έχουμε δημιουργήσει άφθονη τροφή για το χιούμορ του) θα σας θυμίσω μια άλλη πτυχή του ζωγράφου.
Αυτή που κατάφερνε να βρει σε έναν κόσμο δύσκολο και πολλές φορές άγριο την ομορφιά του.
Εκείνες τις μέρες που ο Κουν, ο Χατζηδάκης, η Μελίνα, ο Μίκης, ήταν μέρος μιας απίστευτης καθημερινότητας.
Μιας καθημερινότητας που ανακάλυπτε τα ρεμπέτικά αλλά την ίδια ώρα τα έκρυβε να μην τα βρουν οι αστυφύλακες.
Μιας καθημερινότητας που δόξαζε το όμορφο και την ίδια ώρα το έστελνε εξορία.
Μιας εποχής όπου η προσωπικότητά σου καθώς και οι σεξουαλικές προτιμήσεις μπορούσαν να είναι αδίκημα.
Όσοι γνωρίσαμε τον Γιάννη Τσαρούχη και την εποχή του μόνο μέσα από την ιστορία και την τέχνη του δεν μπορούμε να μιλήσουμε με το ίδιο πάθος αυτών που τον αγάπησαν και αυτών που αγαπήθηκαν από εκείνον.
Και όμως κάτι υπάρχει στην τέχνη του Γιάννη Τσαρούχη που εμπνέει εμάς.
Ίσως και περισσότερο και από εσάς που τον ζήσατε.
Αυτή την μετέωρη ισορροπία μεταξύ του κλασσικού και του επαναστατικού, όπως την είπε ο Ελύτης.
Μεταξύ του λαϊκού και του προνομιακού.
Μεταξύ του Ελληνικού και του διεθνούς.
Μια μετέωρη ισορροπία που θυμίζει λίγο φιγούρα στο ζεϊμπέκικο.
Λίγο να γύρεις προς μια μεριά και χάνεις την μαγεία της.
Μας εμπνέει εμάς περισσότερο διότι ζούμε σε έναν κόσμο που οι διαφορές ισοπεδώνονται με απίστευτη ταχύτητα, που οι ισορροπίες αντέχουν μόνο μέσα στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή.
Και σε αυτόν τον κόσμο ψάχνουμε να βρούμε κάθε τι που μας κάνει ιδιαίτερους.
Σίγουρα δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε το αύριο κοιτώντας στο χθες.
Όμως μπορούμε να δημιουργήσουμε το αύριο μόνο αν ξέρουμε ποιοι είμαστε.
Αν γνωρίζουμε καλά την ταυτότητά μας.
Στον Γιάννη Τσαρούχη, μπορούμε να ξαναβρούμε αυτήν την μαγευτική ισορροπία που είναι τόσο Ελληνική και έχουμε τόσο ανάγκη.
Διότι στην τέχνη του αλλά και ο ίδιος προσωπικά μπορούσε να είναι βαθιά πατριώτης χωρίς να εμπνέει εθνικισμό.
Βαθιά καθημερινός χωρίς να γίνεται κοινότυπος.
Ενθουσιώδης για την ζωή χωρίς να σαχλαμαρίζει.
Σεξουαλικός χωρίς να είναι πρόστυχος.
Καυστικός χωρίς να είναι προσβλητικός.
Βαθιά πολίτης μιας νέας Ελλάδας χωρίς να γίνεται νέο-Έλληνας.
Τα πάντα για εκείνον ήταν τέχνη και μέσα από την τέχνη τα πάντα ήταν ταυτότητα.
Η ταυτότητα μιας Ελλάδας που μας κάνει περήφανους.
Μια Ελλάδας που ξαναζήσαμε εφήμερα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων και μετά ξαναχάσαμε βυθισμένοι στην συντήρηση και την φθορά.
Είναι ώρα να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε και αυτή η έκθεση δεν θα μπορούσε να έρθει σε καλύτερη στιγμή από αυτήν.
Διότι η ομορφιά στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη δεν είναι ότι απεικόνισε όμορφα ένα ιδεατό κόσμο.
Αλλά ότι ανακάλυψε μέσα σε έναν κόσμο φλύαρο την απλή ομορφιά του.
Την Ελληνική ομορφιά του.
Και η δική μου γενιά το έχει πολύ ανάγκη αυτό.
Είμαι σίγουρος ότι αν ο Γιάννης Τσαρούχης ζούσε σήμερα θα χαιρόταν, ότι για μια ακόμη φορά η Ελλάδα θα ψάξει τον εαυτό της μέσα στην τέχνη του.
Η πιο όμορφη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας σαν χώρα είναι να τον ξαναβρούμε και να τον μοιραστούμε με τον κόσμο.
Σε κάθε τι που κάνουμε, σε κάθε τι που δημιουργούμε, σε κάθε υπηρεσία που προσφέρουμε.
Ευχαριστώ.
Όχι μόνο του μουσείου αλλά και κάθε μέλους της οικογένειας μου που βρίσκεται εδώ.
Επιτέλους, επιβλήθηκε η ιεραρχία που είχα βάλει στο μυαλό μου από τότε που ήμουν 5 ετών...
Και επιτρέψτε μου μέσα σε αυτήν την φόρτιση να μην αναφερθώ μόνο στον Γιάννη Τσαρούχη. Άλλωστε δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον Γιάννη Τσαρούχη μετά τον Άγγελο και προφανώς δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον Γιάννη Τσαρούχη μετά την Νίκη που ευχαριστούμε για την συγκλονιστική της ανακοίνωση.
Αλλά να αναφερθώ και στην γιαγιά μου, την Ειρήνη Καλλιγά που μου τον έμαθε.
Από όπου και αν μας κοιτάει σήμερα είμαι βέβαιος ότι θα είναι περήφανη.
Ίσως όχι μόνο διότι το μουσείο που τόσο αγάπησε, φιλοξενεί το έργο του ανθρώπου που τόσο αγάπησε. Ούτε διότι ο εγγονός της προσφωνεί την έκθεση του φίλου της.
Αλλά διότι κατάφερε επιτέλους να δει τα παιδιά της και τα εγγόνια της όλα τώρα πια - την Αιμιλία, τον Μαρίνο, την Δέσποινα, την Ειρήνη, την Μαρίνα αλλά και τον Παύλο να εργάζονται για αυτά που η ίδια αφιερώθηκε: για την Πατρίδα της, το μουσείο Μπενάκη και το Ελληνικό πολιτισμό.
Τον Ελληνικό πολιτισμό για τον οποίο πολλά θα είχε να πει σήμερα ο Γιάννης Τσαρούχης.
Και για όσους βιάζονται να επιβάλουν σε αυτήν την σκέψη το καυστικό χιούμορ του Τσαρούχη, (και να 'μαστε καλά έχουμε δημιουργήσει άφθονη τροφή για το χιούμορ του) θα σας θυμίσω μια άλλη πτυχή του ζωγράφου.
Αυτή που κατάφερνε να βρει σε έναν κόσμο δύσκολο και πολλές φορές άγριο την ομορφιά του.
Εκείνες τις μέρες που ο Κουν, ο Χατζηδάκης, η Μελίνα, ο Μίκης, ήταν μέρος μιας απίστευτης καθημερινότητας.
Μιας καθημερινότητας που ανακάλυπτε τα ρεμπέτικά αλλά την ίδια ώρα τα έκρυβε να μην τα βρουν οι αστυφύλακες.
Μιας καθημερινότητας που δόξαζε το όμορφο και την ίδια ώρα το έστελνε εξορία.
Μιας εποχής όπου η προσωπικότητά σου καθώς και οι σεξουαλικές προτιμήσεις μπορούσαν να είναι αδίκημα.
Όσοι γνωρίσαμε τον Γιάννη Τσαρούχη και την εποχή του μόνο μέσα από την ιστορία και την τέχνη του δεν μπορούμε να μιλήσουμε με το ίδιο πάθος αυτών που τον αγάπησαν και αυτών που αγαπήθηκαν από εκείνον.
Και όμως κάτι υπάρχει στην τέχνη του Γιάννη Τσαρούχη που εμπνέει εμάς.
Ίσως και περισσότερο και από εσάς που τον ζήσατε.
Αυτή την μετέωρη ισορροπία μεταξύ του κλασσικού και του επαναστατικού, όπως την είπε ο Ελύτης.
Μεταξύ του λαϊκού και του προνομιακού.
Μεταξύ του Ελληνικού και του διεθνούς.
Μια μετέωρη ισορροπία που θυμίζει λίγο φιγούρα στο ζεϊμπέκικο.
Λίγο να γύρεις προς μια μεριά και χάνεις την μαγεία της.
Μας εμπνέει εμάς περισσότερο διότι ζούμε σε έναν κόσμο που οι διαφορές ισοπεδώνονται με απίστευτη ταχύτητα, που οι ισορροπίες αντέχουν μόνο μέσα στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή.
Και σε αυτόν τον κόσμο ψάχνουμε να βρούμε κάθε τι που μας κάνει ιδιαίτερους.
Σίγουρα δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε το αύριο κοιτώντας στο χθες.
Όμως μπορούμε να δημιουργήσουμε το αύριο μόνο αν ξέρουμε ποιοι είμαστε.
Αν γνωρίζουμε καλά την ταυτότητά μας.
Στον Γιάννη Τσαρούχη, μπορούμε να ξαναβρούμε αυτήν την μαγευτική ισορροπία που είναι τόσο Ελληνική και έχουμε τόσο ανάγκη.
Διότι στην τέχνη του αλλά και ο ίδιος προσωπικά μπορούσε να είναι βαθιά πατριώτης χωρίς να εμπνέει εθνικισμό.
Βαθιά καθημερινός χωρίς να γίνεται κοινότυπος.
Ενθουσιώδης για την ζωή χωρίς να σαχλαμαρίζει.
Σεξουαλικός χωρίς να είναι πρόστυχος.
Καυστικός χωρίς να είναι προσβλητικός.
Βαθιά πολίτης μιας νέας Ελλάδας χωρίς να γίνεται νέο-Έλληνας.
Τα πάντα για εκείνον ήταν τέχνη και μέσα από την τέχνη τα πάντα ήταν ταυτότητα.
Η ταυτότητα μιας Ελλάδας που μας κάνει περήφανους.
Μια Ελλάδας που ξαναζήσαμε εφήμερα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων και μετά ξαναχάσαμε βυθισμένοι στην συντήρηση και την φθορά.
Είναι ώρα να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε και αυτή η έκθεση δεν θα μπορούσε να έρθει σε καλύτερη στιγμή από αυτήν.
Διότι η ομορφιά στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη δεν είναι ότι απεικόνισε όμορφα ένα ιδεατό κόσμο.
Αλλά ότι ανακάλυψε μέσα σε έναν κόσμο φλύαρο την απλή ομορφιά του.
Την Ελληνική ομορφιά του.
Και η δική μου γενιά το έχει πολύ ανάγκη αυτό.
Είμαι σίγουρος ότι αν ο Γιάννης Τσαρούχης ζούσε σήμερα θα χαιρόταν, ότι για μια ακόμη φορά η Ελλάδα θα ψάξει τον εαυτό της μέσα στην τέχνη του.
Η πιο όμορφη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας σαν χώρα είναι να τον ξαναβρούμε και να τον μοιραστούμε με τον κόσμο.
Σε κάθε τι που κάνουμε, σε κάθε τι που δημιουργούμε, σε κάθε υπηρεσία που προσφέρουμε.
Ευχαριστώ.
[Πιστή αντιγραφή (copy-paste) από το site του Υπουργείου
Πολιτισμού]
Ναύτες με τσαρούχια...
Ο αγράμματος νεολαϊκισμός του κ. Γερουλάνου
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Ναύτες με τσαρούχια...
Ο αγράμματος νεολαϊκισμός του κ. Γερουλάνου
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Ως φορολογούμενος και ευπειθής πολίτης, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να φαντάζομαι,
πως με την ίδια, παροιμιώδη πια διαδικασία, με την οποία επιλέγονται οι Γενικοί
Γραμματείς των υπουργείων (βιογραφικά κλπ), επιλέχθηκαν από τον πρωθυπουργό οι
υπουργοί του, ιδιαίτερα δε ο υπουργός Πολιτισμού, ο οποίος εκφράζει όχι μόνο
τον πολιτικό αλλά και τον «πολιτιστικό» πολιτισμό της κυβέρνησης. Δεν γνωρίζω
όμως ποια συγκεκριμένα κριτήρια έχουν προβλεφθεί για την εν λόγω θέση, και με
μεγάλο ενδιαφέρον θα τα διάβαζα, αν το γραφείο του πρωθυπουργού τα αναρτούσε
στο Διαδίκτυο. Μέχρι τότε, δικαιούμαι νομίζω να αναρωτιέμαι, ποια προσόντα
χρειάζονται για να ανατεθεί σε κάποιον το Υπουργείο Πολιτισμού; Αρκεί η
φαντασίωση ενός πανταετούς νέου;
Διότι, ο παλαιός πασοκικός λαϊκισμός, της δεκαετίας του '80, αναμφισβήτητα περιείχε ικανή δόση λαϊκότητας, και μάλιστα σε αρκετές από τις κοινωνικές συνάψεις του εξέφραζε μια οργανική σχέση με στρώματα και κοινωνικές κατηγορίες. Αντίθετα, ο αναδυόμενος, νέας κοπής λαϊκισμός είναι τόσο φαιδρός, που καταντά επικίνδυνος. Το προηγηθέν λογύδριο του υπουργού Πολιτισμού αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα.
Τώρα, η έννοια, ή έστω το φαντασιακό της λαϊκότητας, και οι γενιές που εγκαλούσε ως ιστορικά υποκείμενα στο πλαίσιο της «Εθνικής λαϊκής ενότητας», έχουν αντικατασταθεί από την επίκληση του φιλότεχνου και φιλολαϊκού προφίλ της οικογένειας του κ. Γερουλάνου και από την προβολή τού οικογενειακού μοντέλου τής συνέχειας μέσα στο χρόνο (μαζί με την ταξική κυριαρχία της).
Εκείνη, η παλαιά λαϊκότητα, ενείχε το στοιχείο μιας ορισμένης (ατελούς, φυσικά) δημοκρατικότητας, εντάσσοντας στην αφήγησή της ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας και του πολιτισμού της, ενώ τώρα αναδεικνύεται ο κυνισμός μιας κούφιας «αριστοκρατικότητας». Όχι βέβαια ο (θεμιτός, κατά τη γνώμη μου) εστετισμός μιας ελίτ του πνεύματος, αλλά η βαλκανοπρεπής και άμουση, διαχειριστική έπαρση των εκλεκτών του αρχηγού, που μάλιστα δεν τους αρκεί ο ορίζοντας του πολιτικού έθνους των νεοελλήνων, το οποίο ίδρυσε η επανάσταση του 1821, αλλά επικαλούνται την τρισχιλιετή αίγλη ενός ενιαίου και αδιάσπαστου «Ελληνισμού», αναγορεύοντας ως σύμβολο και πρότυπο τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, προφανώς προσβλέποντας σε νέες εργολαβίες (ήδη, ο κ. Γερουλάνος έχει αναγγείλει μεγάλη αρχαιοπρεπή φιέστα, για τον εορτασμό των 2.500 ετών από τη μάχη του Μαραθώνα...)
Μήπως αυτή, η φιλοτεχνούμενη από τον κ. Γερουλάνο «ταυτότητά μας», συνιστά μία ακόμη έκφραση του εθνικισμού, ο οποίος άλλωστε αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε λαϊκισμού; Όχι, μόνο. Μήπως αφορά προσωπικά τον υπουργό Πολιτισμού; Και πάλι, όχι. Νομίζω πως πρόκειται για κάτι περισσότερο: εκφράζει, επιπλέον, την ταξική έπαρση και εν ταυτώ την πνευματική ένδεια των (πολιτικά και πολιτισμικά) παρασιτικών μερίδων του συγκροτήματος κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας, που δεν έχουν κανένα Λόγο να εκφέρουν και, όταν εκτίθενται στο δημόσιο χώρο, καταφεύγουν σε κάθε λογής μαξιμαλισμούς και οικειοποιήσεις, μέσα από αδέξιες πόζες, μέσα από λογύδρια αντί για πολιτικές ομιλίες (με άπειρα και παιδαριώδη ορθογραφικά και συντακτικά λάθη - π.χ., ο Μάνος Χατζηδάκις είχε επιλέξει το γιώτα και όχι τοήτα στην κατάληξη του ονόματός του...).
Αν ξύσεις λίγο το λούστρο αυτής της λαϊκίζουσας αριστοκρατικότητας (που οχυρώνεται πίσω από λέξεις-άλλοθι: ρεμπέτικο, εξορία, αστυφύλακας), αμέσως εμφανίζονται όλα τα διαχρονικά συντηρητικά στερεότυπα, που συνέχουν την πιο σκληρή αστική αφήγηση, η οποία έχει ως σημαία της την τρισχιλιετή «Ελληνικότητα» και έμβλημά της τον (επίσης τρισχιλιετή) «Ελληνικό πολιτισμό». Στερεότυπα που ανακαλούν, με εντυπωσιακές αναλογίες, εποχές της δεκαετίας του 1930 και του μεταπολέμου, όταν αυτή η αφήγηση εξέφραζε όλη την οίησή της. Ακόμη και τότε, όμως, υπήρχε η αίσθηση του δημόσιου χώρου. Τώρα, ο δημόσιος χώρος είναι προέκταση του σαλονιού μας, και βρίσκεται στο έλεος του «γούστου» μας, μαζί με όλα τα άλλα (όπως οι κανόνες της γλώσσας, ενός δημόσιου, και μάλιστα, κυβερνητικού εγγράφου...).
Γράφω αυτές τις γραμμές, έχοντας δίπλα μου τα ποιήματα του Νικολάου Κάλας, του μεγάλου εκείνου διανοούμενου και ποιητή, ο οποίος, ακούγοντας καθημερινά τέτοια και χειρότερα, το 1938 εγκατέλειψε τη μίζερη Ελλάδα της εποχής του, που και τότε αναζητούσε την «Ελληνική ομορφιά» και φαντασιωνόταν πως, με τις Μεταξικές φιέστες, οικοδομούσε τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό», εκσυγχρονίζοντας το Παλαμικό κοσμοείδωλο με «μοντερνιστικές» πιρουέτες.
Έτσι, ο Κάλας κατέληξε στην Αμερική, αλλά, εκεί, δε σπατάλησε το χρόνο του χαζεύοντας τις βιτρίνες της Νέας Υόρκης. Χωρίς καμαρίλες και διαδρόμους, αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους κριτικούς τέχνης του 20ού αιώνα. Ας θυμηθούμε, λοιπόν, πώς χαρακτήρισε με ένα στίχο του, ο μεγάλος και διαχρονικός σύντροφος Νικόλαος Κάλας, τους φιλότεχνους, κομψευόμενους και ελληνοπρεπείς «επιβάτες» της αθηναϊκής εξουσίας: «ναύτες με τσαρούχια».
Από εκείνη τη μεσοπολεμική αφέλεια, και την καθεστωτική μεταπολεμική έπαρση, πιάνει το νήμα ο νυν υπουργός Πολιτισμού. Μόνο που το «υφάκι», όσο κι αν περιφέρεται, όσους παρατρεχάμενους και μισθοδοτούμενους κι αν «συγκινεί», δε συνιστά κάποιο ύφος. Ο εξυπναδισμός δεν υποκαθιστά την πνευματικότητα. Η αγραμματοσύνη, η ένδεια της γλώσσας και της σκέψης δεν κρύβονται, όσα μεταπτυχιακά κι όσες οικογενειακές σχέσεις με διασημότητες κι αν επικαλείται ο κάθε γόνος. Το ανιστόρητο δεν καλύπτεται με την προβολή της οικογενειακής «μικροϊστορίας».
Εν ολίγοις, ακόμη κι αυτή η κυβέρνηση νομίζω πως άξιζε καλύτερης τύχης, όσον αφορά στη διαχείριση του Πολιτισμού. Της άξιζε, έστω, ένας Ζάχος Χατζηφωτίου. Ο οποίος, όσο γραφικός κι αν ήταν, τουλάχιστον είχε τη συναίσθηση της ανεπάρκειάς του, αλλά και την επιδίωξη της καλλιέπειας, ενώ ο κ. Γερουλάνος μάς πετά στα μούτρα μια ατημέλητη και «χειραφετημένη» πόζα, μπρος στην οποία οφείλουμε να υποκλιθούμε οι ιθαγενείς, θαμβωμένοι από την καταγωγή του και τα μαυσωλεία της Μπενάκειου τέχνης που διαχειρίζεται η οικογένειά του.
Η διαδρομή, από τον Χατζηφωτίου στον Γερουλάνο, αποτυπώνει την παρακμή της κοσμικής Αθήνας - η πολιτική για τον Πολιτισμό είναι μια συζήτηση άλλης τάξης.
Διότι, ο παλαιός πασοκικός λαϊκισμός, της δεκαετίας του '80, αναμφισβήτητα περιείχε ικανή δόση λαϊκότητας, και μάλιστα σε αρκετές από τις κοινωνικές συνάψεις του εξέφραζε μια οργανική σχέση με στρώματα και κοινωνικές κατηγορίες. Αντίθετα, ο αναδυόμενος, νέας κοπής λαϊκισμός είναι τόσο φαιδρός, που καταντά επικίνδυνος. Το προηγηθέν λογύδριο του υπουργού Πολιτισμού αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα.
Τώρα, η έννοια, ή έστω το φαντασιακό της λαϊκότητας, και οι γενιές που εγκαλούσε ως ιστορικά υποκείμενα στο πλαίσιο της «Εθνικής λαϊκής ενότητας», έχουν αντικατασταθεί από την επίκληση του φιλότεχνου και φιλολαϊκού προφίλ της οικογένειας του κ. Γερουλάνου και από την προβολή τού οικογενειακού μοντέλου τής συνέχειας μέσα στο χρόνο (μαζί με την ταξική κυριαρχία της).
Εκείνη, η παλαιά λαϊκότητα, ενείχε το στοιχείο μιας ορισμένης (ατελούς, φυσικά) δημοκρατικότητας, εντάσσοντας στην αφήγησή της ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας και του πολιτισμού της, ενώ τώρα αναδεικνύεται ο κυνισμός μιας κούφιας «αριστοκρατικότητας». Όχι βέβαια ο (θεμιτός, κατά τη γνώμη μου) εστετισμός μιας ελίτ του πνεύματος, αλλά η βαλκανοπρεπής και άμουση, διαχειριστική έπαρση των εκλεκτών του αρχηγού, που μάλιστα δεν τους αρκεί ο ορίζοντας του πολιτικού έθνους των νεοελλήνων, το οποίο ίδρυσε η επανάσταση του 1821, αλλά επικαλούνται την τρισχιλιετή αίγλη ενός ενιαίου και αδιάσπαστου «Ελληνισμού», αναγορεύοντας ως σύμβολο και πρότυπο τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, προφανώς προσβλέποντας σε νέες εργολαβίες (ήδη, ο κ. Γερουλάνος έχει αναγγείλει μεγάλη αρχαιοπρεπή φιέστα, για τον εορτασμό των 2.500 ετών από τη μάχη του Μαραθώνα...)
Μήπως αυτή, η φιλοτεχνούμενη από τον κ. Γερουλάνο «ταυτότητά μας», συνιστά μία ακόμη έκφραση του εθνικισμού, ο οποίος άλλωστε αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε λαϊκισμού; Όχι, μόνο. Μήπως αφορά προσωπικά τον υπουργό Πολιτισμού; Και πάλι, όχι. Νομίζω πως πρόκειται για κάτι περισσότερο: εκφράζει, επιπλέον, την ταξική έπαρση και εν ταυτώ την πνευματική ένδεια των (πολιτικά και πολιτισμικά) παρασιτικών μερίδων του συγκροτήματος κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας, που δεν έχουν κανένα Λόγο να εκφέρουν και, όταν εκτίθενται στο δημόσιο χώρο, καταφεύγουν σε κάθε λογής μαξιμαλισμούς και οικειοποιήσεις, μέσα από αδέξιες πόζες, μέσα από λογύδρια αντί για πολιτικές ομιλίες (με άπειρα και παιδαριώδη ορθογραφικά και συντακτικά λάθη - π.χ., ο Μάνος Χατζηδάκις είχε επιλέξει το γιώτα και όχι τοήτα στην κατάληξη του ονόματός του...).
Αν ξύσεις λίγο το λούστρο αυτής της λαϊκίζουσας αριστοκρατικότητας (που οχυρώνεται πίσω από λέξεις-άλλοθι: ρεμπέτικο, εξορία, αστυφύλακας), αμέσως εμφανίζονται όλα τα διαχρονικά συντηρητικά στερεότυπα, που συνέχουν την πιο σκληρή αστική αφήγηση, η οποία έχει ως σημαία της την τρισχιλιετή «Ελληνικότητα» και έμβλημά της τον (επίσης τρισχιλιετή) «Ελληνικό πολιτισμό». Στερεότυπα που ανακαλούν, με εντυπωσιακές αναλογίες, εποχές της δεκαετίας του 1930 και του μεταπολέμου, όταν αυτή η αφήγηση εξέφραζε όλη την οίησή της. Ακόμη και τότε, όμως, υπήρχε η αίσθηση του δημόσιου χώρου. Τώρα, ο δημόσιος χώρος είναι προέκταση του σαλονιού μας, και βρίσκεται στο έλεος του «γούστου» μας, μαζί με όλα τα άλλα (όπως οι κανόνες της γλώσσας, ενός δημόσιου, και μάλιστα, κυβερνητικού εγγράφου...).
Γράφω αυτές τις γραμμές, έχοντας δίπλα μου τα ποιήματα του Νικολάου Κάλας, του μεγάλου εκείνου διανοούμενου και ποιητή, ο οποίος, ακούγοντας καθημερινά τέτοια και χειρότερα, το 1938 εγκατέλειψε τη μίζερη Ελλάδα της εποχής του, που και τότε αναζητούσε την «Ελληνική ομορφιά» και φαντασιωνόταν πως, με τις Μεταξικές φιέστες, οικοδομούσε τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό», εκσυγχρονίζοντας το Παλαμικό κοσμοείδωλο με «μοντερνιστικές» πιρουέτες.
Έτσι, ο Κάλας κατέληξε στην Αμερική, αλλά, εκεί, δε σπατάλησε το χρόνο του χαζεύοντας τις βιτρίνες της Νέας Υόρκης. Χωρίς καμαρίλες και διαδρόμους, αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους κριτικούς τέχνης του 20ού αιώνα. Ας θυμηθούμε, λοιπόν, πώς χαρακτήρισε με ένα στίχο του, ο μεγάλος και διαχρονικός σύντροφος Νικόλαος Κάλας, τους φιλότεχνους, κομψευόμενους και ελληνοπρεπείς «επιβάτες» της αθηναϊκής εξουσίας: «ναύτες με τσαρούχια».
Από εκείνη τη μεσοπολεμική αφέλεια, και την καθεστωτική μεταπολεμική έπαρση, πιάνει το νήμα ο νυν υπουργός Πολιτισμού. Μόνο που το «υφάκι», όσο κι αν περιφέρεται, όσους παρατρεχάμενους και μισθοδοτούμενους κι αν «συγκινεί», δε συνιστά κάποιο ύφος. Ο εξυπναδισμός δεν υποκαθιστά την πνευματικότητα. Η αγραμματοσύνη, η ένδεια της γλώσσας και της σκέψης δεν κρύβονται, όσα μεταπτυχιακά κι όσες οικογενειακές σχέσεις με διασημότητες κι αν επικαλείται ο κάθε γόνος. Το ανιστόρητο δεν καλύπτεται με την προβολή της οικογενειακής «μικροϊστορίας».
Εν ολίγοις, ακόμη κι αυτή η κυβέρνηση νομίζω πως άξιζε καλύτερης τύχης, όσον αφορά στη διαχείριση του Πολιτισμού. Της άξιζε, έστω, ένας Ζάχος Χατζηφωτίου. Ο οποίος, όσο γραφικός κι αν ήταν, τουλάχιστον είχε τη συναίσθηση της ανεπάρκειάς του, αλλά και την επιδίωξη της καλλιέπειας, ενώ ο κ. Γερουλάνος μάς πετά στα μούτρα μια ατημέλητη και «χειραφετημένη» πόζα, μπρος στην οποία οφείλουμε να υποκλιθούμε οι ιθαγενείς, θαμβωμένοι από την καταγωγή του και τα μαυσωλεία της Μπενάκειου τέχνης που διαχειρίζεται η οικογένειά του.
Η διαδρομή, από τον Χατζηφωτίου στον Γερουλάνο, αποτυπώνει την παρακμή της κοσμικής Αθήνας - η πολιτική για τον Πολιτισμό είναι μια συζήτηση άλλης τάξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου